συνωμοτικώς

συνωμοτικώς
συνωμοτικῶς ΝΑ, και συνωμοτικά Ν
επίρρ. βλ. συνωμοτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνωμοτικῶς — συνωμοτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοτικός — ή, ό / συνωμοτικός, ή, όν, ΝΑ [συνωμότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνωμοσία ή στον συνωμότη 2. μτφ. μυστικός, κρυφός 3. φρ. «συνωμοτικά μέτρα» μέτρα που αποσκοπούν στην τήρηση τής μυστικότητας ενός χώρου ή μιας δραστηριότητας. επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”